-
1 πολίζω
πολίζω, eine Stadt bauen, gründen; Ἴλιος πεπόλιστο, Il. 20, 217; auch τεῖχος πολίσσαμεν, 7, 453; Her. 4, 108. 5, 13. 52 u. öfter. – Auch χωρίον πολίζειν, eine Gegend durch Gründung einer Stadt anbauen, Xen. An. 6, 4, 4; τόπον, Plut. Rom. 9; med., D. Hal. 1, 45.
-
2 πολίζω
Aἐπόλισσα A.R.1.178
,πόλισσα Il.7.453
: ([etym.] πόλις):— build a city: generally, build,[τεῖχος] πολίσσαμεν Il.
l.c.; ἣν ἐπόλισσεν (sc. τὴν πάτρην) Epigr.Gr. 982 ([place name] Philae):—[voice] Pass.,Ἴλιος πεπόλιστο Il. 20.217
;Δωδώνη πεπόλισται Hes.Fr.134.5
, cf. Hdt.4.108, 5.52, al.;ἐφ' ἁμαξῶν πεπολισμένοι Philostr. VA6.25
:—[voice] Med., build for oneself, A.R.1.1346;τὴν Ῥώμην σὺν τοῖς ἄλλοις ἐπολίσαντο D.H.1.30
.II build a city or cities on or in a place,χωρίον πολίζειν X.An.6.6.4
;τὴν χώραν Str.8.5.4
;τὸν τόπον Plu.Rom.9
:—[voice] Pass., .—[dialect] Ep., [dialect] Ion., X., and later Prose. -
3 ἀθλέω
ἀθλέω, = ἀεϑλέω, kämpfen, arbeiten, Mühsal dulden, Hom. Iliad. 7, 453 von einem τεῖχος, τὸ ἐγὼ καὶ Φοῖβος Ἀπόλλων ἥρῳ Λαομέδοντι πολίσσαμεν ἀϑλήσαντες, 15, 30 vom Hercules, τὸν μὲν ἐγὼ ἔνϑεν ῥυσάμην καὶ ἀνήγαγον αὖτις Ἄργος ἐς ἱππόβοτον, καὶ πολλά περ ἀϑλήσαντα; – ἤϑλησα Soph. O. C. 570; Eur. φαῦλον πόνον Suppl. 397; ἄϑλους Plat. Tim. 19 c; N. T.
См. также в других словарях:
πολίζω — ΜΑ [πόλις] κάνω έναν τόπο πόλη, οικίζω («τὴν ἔρημον ἐπόλισας τρόποις ἐν φιλοσόφοις», Μηναί.) αρχ. 1. ιδρύω πόλη 2. (γενικά) χτίζω, ανεγείρω («τὸ [τεῑχος] ἐγὼ καὶ Φοῖβος Ἀπόλλων ἥρῳ Λαομέδοντι πολίσσαμεν ἀθλήσαντε», Ομ. Ιλ.) 3. μέσ. πολίζομαι… … Dictionary of Greek